WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
grace n | (elegance) | χάρη ουσ θηλ |
| Irene glided over the dance floor with the grace of a figure skater. |
| Η Αϊρίν χόρευε στην πίστα με την χάρη μιας πατινέρ. |
grace n | (Christianity: God's mercy) | χάρη, εύνοια ουσ θηλ |
| | θεία χάρη επίθ + ουσ θηλ |
| (καθαρεύουσα, λόγιος) | χάρις ουσ θηλ |
| The congregation prayed for God's grace and mercy. |
| Το εκκλησίασμα προσευχόταν για τη χάρη και το έλεος του Θεού. |
grace n | (prayer before or after meal) | προσευχή ουσ θηλ |
| Jim's father always said grace before every meal. |
| Ο πατέρας του Τζιμ πάντα έκανε την προσευχή σου πριν από κάθε γεύμα. |
grace n | usually capitalized (title) | εξοχότητα ουσ θηλ |
| (καθαρεύουσα, παλαιό) | εξοχότης ουσ θηλ |
| His Grace appeared at the king's court last week. |
| Η Εξοχότητά του εμφανίστηκε στην αυλή του βασιλιά την περασμένη εβδομάδα. |
grace [sth]⇒ vtr | (adorn) | κοσμώ ρ μ |
| Many rare and beautiful treasures graced the museum. |
| Πολλοί σπάνιοι και όμορφοι θησαυροί κοσμούσαν το μουσείο. |
grace [sb/sth] with [sth] vtr + prep | (person: be present) | τιμώ κπ/κτ με κτ ρ μ + πρόθ |
| The mayor graced the villagers with his presence at the ceremony. |
| Ο δήμαρχος τίμησε τους χωρικούς με την παρουσία του στην τελετή. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
grace n | (manners) | καλοί τρόποι επίθ + ουσ αρσ πλ |
| | ευγένεια ουσ θηλ |
| Margaret's grace in refusing the invitation was impressive. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
Grace n | (female given name) | Γκρέις ουσ θηλ κύρ |
| Janine named her new daughter Grace. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: